συστροφή

συστροφή
η, ΝΜΑ [συστρέφω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη
νεοελλ.
1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και αντιμετωπίζεται με επείγουσα χειρουργική επέμβαση
2. στον πληθ. οἱ συστροφές
αστρον. αστρικά σμήνη
3. φρ. «συστροφή καρδιάς» — περιστροφική κίνηση τών κοιλιών τής καρδιάς γύρω από τον διαμήκη άξονα τους
αρχ.
1. περιστροφή
2. συμπύκνωση
3. συναναστροφή
4. πυκνός όγκος που σχηματίζεται με συστροφή, σύστρεμμα
5. συνάθροιση
6. συγκέντρωση ανθρώπων κατά ομάδες
7. συνεκδ. στασιαστική συγκέντρωση («ἀλλὰ δεδιότες τὴν τῶν νέων συστροφήν», Πολ.)
8. σμήνος εντόμων («συστροφὴ μελισσῶν», ΠΔ)
9. κοπάδι πουλιών
10. συστάδα δένδρων
11. ρόζος
12. οίδημα, πρήξιμο
13. ιατρ. συσσώρευση φυματίων στο σώμα
14. μτφ. (σχετικά με ύφος) βραχυλογία, συντομία
15. φρ. α) «ἐν συστροφῇ» — με λίγα λόγια, εν συντομία πάπ.
β) «μετὰ συστροφῆς»
(σχετικά με στρατό) σε πυκνή παράταξη (Διόδ.)
γ) «συστροφή ἀνέμου [ή πνεύματος]» — ανεμοστρόβιλος (Θεόφρ.)
δ) «συστροφὴ ὄμβρου» — αιφνίδια και δυνατή βροχή, καταιγίδα (Πολ.)
ε) «νεφελοειδὴς συστροφή» — νεφέλωμα (Ηφαιστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συστροφῇ — συστροφή twisting together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφή — twisting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστροφή — συστροφή , συστροφή twisting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφῆι — συστροφῇ , συστροφή twisting together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφαῖς — συστροφή twisting together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφαί — συστροφή twisting together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφῆς — συστροφή twisting together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφήν — συστροφή twisting together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστροφῶν — συστροφή twisting together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”